Two Greek verbs that many Beginners and even Intermediate students find quite confusing are ‘παίρνω’ and ‘περνάω or περνώ’. Apart from the slightly different spelling, the main obvious cause of this confusion is the accentuation; it’s just a twist of the accent that makes these two words sound differently.
As Greeks have usually a tendency to speak fast, it can be really hard sometimes for someone who learns Greek as a foreign language to distinguish between these two Greek verbs!
To take | παίρνω
The basic meaning of ‘παίρνω’ is ‘to get’, ‘to take’,
but of course it can be used in many different contexts:
1. to take
Πάρε την ομπρέλα σου! Ίσως βρέξει αργότερα!
Take your umbrella with you! It may rain later!
2. (for means of transport) to take/to catch
Κάθε πρωί η Ελένη παίρνει το λεωφορείο και πηγαίνει στη δουλειά της.
Every morning Helen takes the bus (and she goes) to work.
3. (in a restaurant/coffee shop) to get/to take/to have
Δεν πεινάω πολύ. Θα πάρω μόνο μία σαλάτα.
I am not very hungry. I will only get a salad.
4. to get = to buy
Το αυτοκίνητό μας χαλάει σχεδόν κάθε εβδομάδα! Πρέπει να πάρουμε καινούργιο!
Our car breaks down almost every week! We need to get (= to buy) a new one!
5. to get = to receive
Πήραμε ένα μήνυμα από την Κατερίνα. Δε θα μπορέσει να έρθει στο πάρτι τελικά.
We got (= received) a message from Catherine. Eventually she won’t make it to the party.
6. (for time) to take
Πόση ώρα σού παίρνει να καθαρίσεις το σπίτι σου;
How long does it take you to clean your house?
7. to pick up
Δουλεύω μέχρι αργά, γι’ αυτό ο άντρας μου παίρνει πάντα τα παιδιά από το σχολείο.
I work till late, that’s why my husband always picks our children up from school.
Ξέχασα να πάρω τα ρούχα μου από το καθαριστήριο! Τι θα φορέσω τώρα;!
I forgot to pick up my clothes from the dry-cleaners! What will I wear now?!
8. to hire
Οι δουλειές πάνε πολύ καλά. Νομίζω ότι πρέπει να πάρουμε ακόμη δύο υπαλλήλους.
Business is doing very well. I think we should hire two more employees.
9. ‘παίρνω τηλέφωνο κάποιον’ = to give somebody a call
Ο Πέτρος δε με έχει πάρει τηλέφωνο (= δε μου έχει τηλεφωνήσει) εδώ και μία εβδομάδα. Αναρωτιέμαι αν είναι καλά.
Peter has not called me for a whole week. I wonder if everything is fine with him.
10. (slang) ‘τα παίρνω (με κάποιον)’ = to be mad (at somebody)
Τα έχω πάρει με τον Παύλο! Του δάνεισα το αυτοκίνητό μου για μισή ώρα και αυτός μου το επέστρεψε μετά από τρεις μέρες!
I am mad at Paul! I lent him my car for half an hour and he returned it to me after three days!
To pass | περνάω or περνώ
On the other hand, the basic meaning of ‘περνάω or περνώ’ is to ‘pass’; yet it can be used in many different ways:
1. (for buses, trains etc.) to come/to be here
Μόλις έχασα το λεωφορείο και δεν έχω ιδέα πότε θα περάσει το επόμενο!
I just missed the bus and I have no idea when the next one will come!
2. (for time) to pass/to go by
Ο χρόνος περνάει τόσο αργά, όταν βρίσκομαι στη δουλειά!
Time passes/goes by so slowly, when I am at work!
3. to spend time
Περάσαμε το βράδυ σχεδιάζοντας τις καλοκαιρινές μας διακοπές.
We spent the evening planning our summer holiday.
4. ‘περνάω καλά/άσχημα’ = to have a good/bad time
Δεν περάσαμε καλά στο γάμο της αδερφής μου χθες. Η βροχή τα κατέστρεψε όλα!
We didn’t have a good time at my sister’s wedding yesterday. The rain ruined everything!
5. ‘περνάω (απέναντι)’ = to cross (the street)
Πώς θα περάσουμε απέναντι; Έχει πολλή κίνηση και τα φανάρια δε λειτουργούν!
How are we supposed to cross the street? There is a lot of traffic and the traffic lights are out of order!
6. to drop by
Σκέφτομαι να περάσω απόψε από το σπίτι σας. Θα είστε εκεί;
I am thinking of dropping by your house tonight. Will you be there?
7. (replying to someone knocking on the door) to come in
Παρακαλώ, περάστε!
Please, do come in!
8. (for a test/exam) to pass
Δεν πέρασε τις εξετάσεις του, γιατί δεν είχε διαβάσει αρκετά.
He did not pass his exams because he had not studied enough.
9. to go through
Αυτή τη στιγμή η Ελλάδα περνάει μία από τις μεγαλύτερες οικονομικές κρίσεις στην ιστορία της.
At the moment Greece is going through one of the biggest economic crises in its history.
10. ‘μου περνάει από το μυαλό’ = (for an idea, a thought) to cross one’s mind
Ποτέ δε μου πέρασε από το μυαλό ότι μια μέρα θα γινόμουν μια διάσημη ηθοποιός!
It had never crossed my mind that one day I would be a famous actress!
‘Παίρνω’ and ‘Περνάω or Περνώ’: Tenses (Active Voice)
Present |
παίρνω |
περνάω / περνώ |
Past Continuous |
έπαιρνα |
περνούσα |
Past Simple |
πήρα |
πέρασα |
Future Simple |
θα πάρω |
θα περάσω |
Future Continuous |
θα παίρνω |
θα περνάω/περνώ |
Present Perfect |
έχω πάρει |
έχω περάσει |
Past Perfect |
είχα πάρει |
είχα περάσει |
Future Perfect |
θα έχω πάρει |
θα έχω περάσει |
Quiz! ‘Παίρνω’ or ‘περνάω/περνώ’?
Take the following quiz to find out if you still have doubts about these two verbs! Just choose the correct type!
1. Σήμερα το πρωί ξύπνησα πολύ αργά κι έχασα το τρένο. Έτσι, λοιπόν, πήρα/πέρασα ένα ταξί και πήγα στη δουλειά.
2. Έχω απίστευτο πονοκέφαλο! Θα πάρω/περάσω μία ασπιρίνη και θα ξαπλώσω για λίγο.
3. Ο Γιάννης είναι πολύ βαρετός. Μαζί του, η ώρα δεν παίρνει/περνάει με τίποτα!
4. Μην ξεχάσεις να πάρεις/περάσεις από το σούπερ-μάρκετ και να πάρεις/περάσεις γάλα!
5. Πήρανε/Περάσανε τόσο καλά στη Μύκονο, που αποφάσισαν να πάνε και του χρόνου.
6. Δε φαντάζεσαι ποιος πήρε/πέρασε το μεσημέρι από το γραφείο! O Νίκος!
++++++++++++++++++++++++++++++++++
The answers: 1. πήρα / 2. πάρω / 3. περνάει / 4. περάσεις – πάρεις / 5. Περάσανε / 6. πέρασε
+++++++++++++++++++++++++++++++
Now that you started learning Greek verbs in different tenses, it is the perfect time to proceed and start using more Greek verbs.
The eBook «71 Everyday Greek Verbs» will help you to communicate in Greek.