Ο ελληνικός κινηματογράφος ανθεί παρά την κρίση. Η ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» βγήκε στους κινηματογράφους τον Δεκέμβριο του 2015 και είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη, τον χειμώνα του ’42-’43.

Το ιστορικό υπόβαθρο

Οι Γερμανοί μπαίνουν στην Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου του 1941. Η κατοχή στην Θεσσαλονίκη είναι πιο δύσκολη από αυτή της Αθήνας. Τα μαγαζιά κλείνουν αμέσως. Η μαύρη αγορά ανθεί. Η πείνα θερίζει τον πληθυσμό. Οι Γερμανοί στρέφονται αμέσως εναντίον των Εβραίων (περίπου 50.000 άτομα), τους οποίους στέλνουν στο Άουσβιτς με το τρένο από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης.

Ο τίτλος

Ουζερί: ένας δημοφιλής τύπος ελληνικής ταβέρνας που σερβίρει ούζο (αλκοολούχο ποτό με γλυκάνισο) και μεζέδες.

Βασίλης Τσιτσάνης: είναι ένας από τους σημαντικότερους λαϊκούς συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα (κεντρική Ελλάδα). Πήγε στην Αθήνα να σπουδάσει στην Νομική, αλλά τελικά ασχολήθηκε με την μουσική. Ο Τσιτσάνης έφτασε στην Θεσσαλονίκη το 1938 ως στρατιώτης. Εκεί γνώρισε την Ζωή Σαμαρά, την γυναίκα του. Για να επιβιώσει στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, άνοιξε ένα μικρό ουζερί με τον κουνιάδο του, τον Ανδρέα Σαμαρά. Στο ουζερί πηγαίνουν όλοι οι διαφορετικοί τύποι της πόλης: ταγματασφαλίτες, αντιστασιακοί, Γερμανοί, Εβραίοι. Εκεί ο Τσιτσάνης παίζει μουσική και γράφει νέα τραγούδια. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συνθέτη, την περίοδο 1938-’45, έγραψε τα καλύτερα τραγούδια του. (το πιο σημαντικό «Η συννεφιασμένη Κυριακή»:

Οι δύσκολες συνθήκες εμπνέουν τον δημιουργό. Μετά το τέλος του πολέμου ηχογράφησε αυτά τα τραγούδια που στην συνέχεια έγιναν μεγάλες επιτυχίες.

Στην ταινία, ακούμε τραγούδια του Τσιτσάνη αλλά και πρωτότυπη μουσική, γραμμένη από τον γνωστό συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη. Παρακάτω μπορείτε να δείτε το βίντεο όπου μιλάνε για την μουσική της ταινίας ο συνθέτης (Καραμουρατίδης) και ο σκηνοθέτης (Μανουσάκης).

Η ταινία

Το κεντρικό θέμα της ταινίας είναι ο απαγορευμένος έρωτας ενός Χριστιανού και μιας Εβραιοπούλας, στην Θεσσαλονίκη που βρίσκεται υπό γερμανική κατοχή. Ο έρωτας αυτός έχει να αντιμετωπίσει τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων αλλά και το ολοκληρωτικό καθεστώς από το οποίο υποφέρει ολόκληρη η πόλη. Όλα διαδραματίζονται γύρω από το «ουζερί Τσιτσάνης», όπου τραγουδά και δημιουργεί ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης.
Για την ταινία έπρεπε να στηθεί ολόκληρο το σκηνικό της εποχής, να δημιουργηθεί το σωστό κλίμα και η ατμόσφαιρα. Για αυτόν τον λόγο, εκτός από τον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη, τον διευθυντή φωτογραφίας, χρειάστηκε να δουλέψει μια οργανωμένη ομάδα: ιστορικός σύμβουλος, σκηνογράφος, ενδυματολόγος κτλ.
Στο παρακάτω βίντεο, μιλάνε μερικοί από τους συντελεστές της ταινίας για τις προκλήσεις που αντιμετώπισαν.

Μανούσος Μανουσάκης (σκηνοθέτης): Το «Ουζερί Τσιτσάνης» διηγείται μια ιστορία του ’42-’43 στην Θεσσαλονίκη με τον Βασίλη Τσιτσάνη που τότε έφτιαξε αυτό το ιστορικό ουζερί και μέσα από τα μάτια αυτού του συνθέτη βλέπουμε το τι είναι πραγματικά ναζισμός, τι είναι πραγματικά ένα ολοκληρωτικό καθεστώς μέσα από έναν μεγάλο έρωτα: τον έρωτα του Γιώργου και της Εστρέα, ενός Χριστιανού και μιας Εβραίας.
Λάκης Κομνηνός (ηθοποιός): Είναι μια ταινία που τα έχει όλα.
Γιάννης Στάνκογλου (ηθοποιός): Η ταινία προέρχεται από το βιβλίο του Σκαμπαρδώνη το «Ουζερί Τσιτσάνης».
Ιωάννα Παλαιοπάνου (ηθοποιός): Πάρα πολλοί κομπάρσοι, πάρα πολλοί ηθοποιοί.
Αλμπέρτο Εσκενάζη (ηθοποιός): Σε αυτή την κρίση που βρισκόμαστε, θεωρείται αδύνατη αυτή η παραγωγή.
Μανούσος Μανουσάκης (σκηνοθέτης): Οι χώροι ήταν μια μεγάλη δυσκολία, γιατί ζούμε σε μια χώρα που έχει κατεδαφίσει την ιστορική της μνήμη. Μια πόρτα εδώ, ένα παράθυρο εκεί, ένα κτήριο παραπέρα και δημιουργήσαμε μια κοινωνία που δεν υπάρχει, την κοινωνία της Θεσσαλονίκης του 1942.
Τον Ιούλιο του 1942, οι Γερμανοί καλέσανε να παρουσιαστούν όλοι οι άρρενες Εβραίοι της πόλης στην πλατεία Ελευθερίας για να απογραφούν. Έχουμε μια ιστορία να διηγηθούμε και τα ψηφιακά εφέ μας λύνουνε πάρα πολλές φορές τα χέρια.
Αντώνης Νικολάου (ψηφιακά εφέ): Για το συγκεκριμένο πλάνο του πολλαπλασιασμού, για 3 δευτερόλεπτα που θα δει ο κόσμος στον κινηματογράφο, χρειάστηκαν 180 ώρες εργασίας.
Μανούσος Μανουσάκης (σκηνοθέτης): Το «Έθνος» έγραψε ότι είναι το πραγματικό τρένο που έκανε αυτό το μακάβριο ταξίδι στο Άουσβιτς. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο ΟΣΕ . Βρέθηκε το τρένο εγκαταλελειμμένο στην Δράμα. Τα βαγόνια βρέθηκαν δύο εδώ, τρία εκεί… Από όλη την Ελλάδα μαζεύτηκαν.
Για να ολοκληρώσουμε το σενάριο κάναμε τρία χρόνια. Τρία χρόνια με ιστορικό σύμβουλο, με ανθρώπους που ξέρανε τα ήθη και τα έθιμα της εποχής, πέραν της ιστορίας.
Άννα Μαχαιριανάκη (ενδυματολόγος): Η αρχική ομάδα με τον Μανούσο τον Μανουσάκη, τον διευθυντή φωτογραφίας, τον Κωστή τον Γκίκα και τον Αντώνη τον Χαλκιά, τον σκηνογράφο, έγινε για να μπουν οι όροι και οι προϋποθέσεις με τις οποίες θα μπαίνανε οι αισθητικοί κανόνες. Έπρεπε να ραφτεί ένας μεγάλος αριθμός κοστουμιών. Έχουμε φτάσει μέχρι τώρα κοντά στις 3.000
Βασιλική Τρουφάκου (ηθοποιός): Τα ρούχα και το styling δουλεύουν σε μεγάλο βαθμό μαζί μας.
Γιάννης Στάνκογλου (ηθοποιός): Με το που θα φορέσεις κάποια παπούτσια τα οποία δεν τα έχεις βάλει ποτέ στην ζωή σου, αλλά υπήρχανε τότε, κάτι αλλάζει.
Χριστίνα Φαμέλη-Χειλά (ηθοποιός): Μπαίνεις. Γίνεσαι ένας άλλος μες στο κοστούμι.
Μανούσος Μανουσάκης (σκηνοθέτης): Αυτή είναι η δυσκολία. Οι άνθρωποί σου, οι χαρακτήρες σου, η πόλη όλη να είναι πραγματικοί. Να πεις: «ναι, αυτό συμβαίνει τώρα».