Η ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Θεσσαλονίκη, τον χειμώνα του ’42-’43.
Βασίλης Τσιτσάνης είναι ένας από τους σημαντικότερους λαϊκούς συνθέτες, μουσικούς και τραγουδιστές του 20ού αιώνα. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα (κεντρική Ελλάδα). Ο Τσιτσάνης έφτασε στην Θεσσαλονίκη το 1938 ως στρατιώτης. Εκεί γνώρισε την Ζωή Σαμαρά, την γυναίκα του. Για να επιβιώσει στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, άνοιξε ένα μικρό ουζερί με τον κουνιάδο του, τον Ανδρέα Σαμαρά. Στο ουζερί πηγαίνουν όλοι οι διαφορετικοί τύποι της πόλης: ταγματασφαλίτες, αντιστασιακοί, Γερμανοί, Εβραίοι. Εκεί ο Τσιτσάνης παίζει μουσική και γράφει νέα τραγούδια. Σύμφωνα με τον ίδιο τον συνθέτη, την περίοδο 1938-’45, έγραψε τα καλύτερα τραγούδια του. Στην ταινία, ακούμε τραγούδια του Τσιτσάνη αλλά και πρωτότυπη μουσική, γραμμένη από τον γνωστό συνθέτη Θέμη Καραμουρατίδη.
Παρακάτω μπορείτε να δείτε το βίντεο όπου μιλάνε για την μουσική της ταινίας ο συνθέτης (Καραμουρατίδης) και ο σκηνοθέτης (Μανουσάκης).
Μανούσος Μανουσάκης (σκηνοθέτης): Ξεκινήσαμε την εγγραφή της μουσικής της ταινίας «Ουζερί Τσιτσάνης». Είναι η πρώτη μας μέρα.
Θέμης Καραμουρατίδης: …και ετοιμαζόμαστε να κάνουμε πραγματικότητα όλο αυτό που μέχρι τώρα υπήρχε στα χαρτιά. Το «Ουζερί Τσιτσάνης» μιλάει για έναν απαγορευμένο έρωτα μιας Εβραιοπούλας και ενός Χριστιανού με φόντο τη Θεσσαλονίκη του 1942…
Μ.Μ.: …και μέσω αυτής της δύσκολης σχέσης, βλέπουμε την εβραϊκή κοινότητα της εποχής και την εξόντωσή της από τους Ναζί.
Θ.Κ.: Φυσικά σε όλο αυτό έχουμε την ατμόσφαιρα του Βασίλη Τσιτσάνη και της μουσικής του, καθώς μεγάλο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται και στο «Ουζερί Τσιτσάνης».
Μ.Μ: Όλη η Θεσσαλονίκη περνάει από εκεί. Από τον δοσίλογο μέχρι τον αντιστασιακό, από τον εκατομμυριούχο μέχρι τον χαμάλη. Αυτό είναι το φόντο μας, το σκηνικό μας. Ο Τσιτσάνης που παρατηρεί την εποχή του και δημιουργεί.
Θ.Κ.: Οι βασικές ανάγκες της ταινίας, ουσιαστικά χωρίζονται σε δύο κύριους άξονες, που είναι: πρώτον η αναπαράσταση του «Ουζερί Τσιτσάνης» καθώς και να καθαρίσουμε τα κομμάτια του Τσιτσάνη από όλα τα χρόνια που πέρασαν από το ’42 μέχρι σήμερα. Και νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον να ακούσει κανείς το πώς ένα τραγούδι ξαναγυρνάει στην αρχή του, μετά από τόσες πολλές διασκευές, επανεκτελέσεις και αλλαγές.
Μ.Μ.: Και μετά βέβαια το μεγάλο κομμάτι για τον Θέμη τον Καραμουρατίδη ήταν η συναισθηματική, η ατμοσφαιρική μουσική.
Θ.Κ.: Θέλησα να βρω μια ορχήστρα, έναν ήχο που να καλύπτει και την ανάγκη της μεγάλης παραγωγής, υψηλών προδιαγραφών, αλλά ταυτόχρονα να φέρει και την λαϊκότητα και ελληνικότητα που χρειάζεται προκειμένου να έρθει κοντά και στην εποχή και στην Ελλάδα του ’42 και φυσικά στο Βασίλη Τσιτσάνη όσο πιο κοντά γίνεται.
Θέλαμε σε πολλές στιγμές της πρωτότυπης μουσικής να ενυπάρχει πιο έντονα ο Βασίλης Τσιτσάνης, γι’ αυτό πολλά μοτίβα είναι στηριγμένα σε γνωστά και αγαπημένα του τραγούδια.
Η μουσική στις αισθηματικές στιγμές της ταινίας «Ουζερί Τσιτσάνης» έπρεπε να μπορεί να αναδείξει τον ερωτισμό, τη γλύκα και την τρυφεράδα που έχει η σχέση δύο νέων ανθρώπων και ταυτόχρονα να διατηρήσει και αυτήν την μελαγχολία και την σκληρότητα της εποχής στην οποία διαδραματίζεται αυτός ο έρωτας.
Οι απαιτήσεις που είχε η ταινία όσον αφορά τις σκληρές σκηνές της σε μουσικό επίπεδο ήταν πολλές. Πρέπει να μπορέσεις να καταφέρεις να κρατήσεις μια ισορροπία ανάμεσα σε αυτό που βλέπει ο θεατής και αυτό που ακούει και να μην φανεί υπερβολικότερη από αυτό που γίνεται.
Η σκηνή που με παίδεψε περισσότερο, νομίζω ότι είναι η πρώτη φορά που οι Ναζί συγκεντρώνουν τους Εβραίους στην πλατεία Ελευθερίας. Ήταν μία σκηνή στην οποία έπρεπε έκδηλα να πούμε ότι θα συμβεί κάτι πάρα πολύ δύσκολο από εδώ και πέρα, αλλά ταυτόχρονα να μην προδοθεί και απόλυτα η συνέχεια της ταινίας.
Η συνεργασία με τον Μανούσο είναι ουσιαστικά ένα προξενιό της Feelgood.
Μ.Μ.: Είχα ακούσει την μουσική του, μου άρεσε. Είδα μέσα εκεί ένα στοιχείο λαϊκότητας, ένα στοιχείο αυθεντικότητας, που εύκολα θα ήτανε εκμεταλλεύσιμο για το είδος της ταινίας που θέλαμε να κάνουμε.
Θ.Κ.: Ο κινηματογράφος έχει διαφορετικούς κώδικες τους οποίους πρέπει να ακολουθήσεις. Ο Μανούσος θεωρώ ότι ήταν καταλυτικός σε αυτό. Ο τρόπος που δουλέψαμε ήταν σίγουρα εποικοδομητικός.
Μ.Μ.: Είναι ένα μαγικό πράγμα το πώς δένει η μουσική με την εικόνα και αυτήν την μαγεία την πέτυχε, πιστεύω.